- σπουδαρχίδης
- ὁ, ΜΑ1. ο γιος εκείνου που αγωνίζεται να καταλάβει αξιώματα, δημόσιες θέσεις, ο μικρός θεσιθήρας («πολίτης χρηστός, οὐ σπουδαρχίδης», Αριστοφ.)2. ο σπουδάρχης*, ο θεσιθήρας.[ΕΤΥΜΟΛ. < σπουδάρχης + επίθημα -ίδης (πρβλ. μισθαρχ-ίδης)].
Dictionary of Greek. 2013.