σπουδαρχίδης

σπουδαρχίδης
ὁ, ΜΑ
1. ο γιος εκείνου που αγωνίζεται να καταλάβει αξιώματα, δημόσιες θέσεις, ο μικρός θεσιθήρας («πολίτης χρηστός, οὐ σπουδαρχίδης», Αριστοφ.)
2. ο σπουδάρχης*, ο θεσιθήρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σπουδάρχης + επίθημα -ίδης (πρβλ. μισθαρχ-ίδης)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • σπουδαρχίδης — Son of a Placeman masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπουδαρχίδαι — σπουδαρχίδης Son of a Placeman masc nom/voc pl σπουδαρχίδᾱͅ , σπουδαρχίδης Son of a Placeman masc dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπουδαρχιδῶν — σπουδαρχίδης Son of a Placeman masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπουδαρχίδην — σπουδαρχίδης Son of a Placeman masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπουδαρχίδου — σπουδαρχίδης Son of a Placeman masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ίδης — κατάλ. αρσ. πατρωνυμικών όν., η οποία σχηματίζεται από το πρόσφυμα ιδ και τη δηλωτική αρσ. ονομάτων κατάλ. ης (το ι τού ιδ προέρχεται πιθ. από θέματα ουσ. σε ι , ενώ το δ αποτελεί παρέκταση). Αρχικά η κατάλ. δήλωνε τον γιο (πρβλ. Αγαμεμνον ίδης… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”